-
1 ευκρινης
21) обособленный, раздельныйδόρατα εὐκρινῆ Xen. — ясно различимые отдельные копья;
οὐκ εὐ. πρὸς τέν ἀκοήν Arst. — неразличимый на слух, плохо слышный2) ясно видимый, прозрачный(αὖραι Hes.)
3) ясный, отчетливый(γνῶσις Isae.)
4) приведенный в порядок, упорядоченный5) переживший кризис (болезни), т.е. выздоравливающий(σωμάτιον Isocr.)
См. также в других словарях:
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek